...σου γράφω μετά από καιρό κι ελπίζω να μην έχουμε χαθεί οριστικά. Πρέπει να παραδεχτώ ότι έπεσα χαμηλά Ζωίτσα μου, αφού λησμόνησα τα κάλλη σου για χάρη καινούριων συσκευών, καναπέδων, τρέντυ ρούχων, δανείων κλπ, αλλά να, κατάλαβα πως μόνο μία σ’ έχω τελικά, σαν τη μάνα μου ένα πράμα, γι’ αυτό είπα να σου γράψω μπας και ξαλαφρώσω και συχώρα με που μετά από τόσο καιρό θα σου πω για ζοχάδες.
Εδώ και καιρό λοιπόν δεν περνάω καλά ρε Ζωίτσα: δουλεύω όλο και περισσότερο κι όλο χρεωμένος είμαι. Να βγω; πού να βγω! Θυμάσαι στα ντουζένια μας που μπαίναμε στα ταβερνεία και θέλαμε «ξύδια και ξερό ψωμί», ε τώρα, όποτε πάω, μπαίνω κάπως κουμπωμένος γιατί η τσέπη σε λίγο θ’ αντέχει μόνο το ξερό ψωμί. Πού ‘ναι τα φράγκα, οέο.
Θα μου πεις «και τι να κάνουμε τώρα;»...τί να σου πω, εγώ έκατσα και τα ‘βαλα κάτω, και σκέφτηκα τί διάολο μπορεί να φταίει που ο μισθός είναι σαν τον καλοκαιρινό καύσωνα: σκάει μια φορά το μήνα και κρατάει κάτι μέρες.
Λένε λοιπόν ότι φταίει που αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου. Μα εγώ έμαθα ρε Ζωή, ότι ενώ οι ΗΠΑ αγοράζουνε το βαρέλι σε δολλάρια, η Ευρώπη αγοράζει σε μπρεντ, κι έτσι όταν αυξάνει η τιμή του βαρελιού σε δολλάρια, οι Ευρωπαίοι απλά προσαρμόζουν την τιμή του ευρώ έναντι του δολλαρίου κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Παραμύθια μας πουλάνε ρε γαμώτο. Άλλοι λένε ότι φταίνε οι διάφοροι μεσάζοντες που κερδοσκοπούν ασύστολα κι έτσι η αρχική τιμή πολλαπλασιάζεται. Άλλοι ότι οι μεγαλοκαρχαρίες, επειδή πέφτει η τιμή του δολλαρίου, «προσφεύγουν στην υλική αξία», δηλαδή αντί για χρήμα αγοράζουν και συσσωρεύουν εμπορεύματα κι έτσι μειώνεται η προσφορά, άρα αυξάνει κι η τιμή. Νόμοι, λέει, της Αγοράς. Κάπου ΄κει μπαίνουνε και τα καρτέλ που τα κάνουνε πλακάκια μεταξύ τους για ψηλές τιμές και ΄γω για να ‘μαι ειλικρινής ενημερώνομαι, αλλά κάπου αισθάνομαι σαν πρωτάρης έφηβος που ρωτάει για το σεξ αλλά έχει πέσει στο Θάνο Ασκητή που του περιγράφει τη λειτουργία του οργασμού.
Αλλά, σοβαρά ρε συ Ζωή, εγώ γιατί ψυλλιάζομαι ότι το πρόβλημα είναι – ήταν πάντα – αλλού; Δηλαδή δεν αμφιβάλλω ρε παιδί μου, ότι κάπου μέσα σ’ όλους αυτούς τους κανόνες της Αγοράς και της διαπλοκής είναι ένας απ’ τους λάκκους που ‘χει η φάβα, και καλό είναι να τον βρούμε και να τον ξεμπροστιάσουμε, αλλά γιατί στην τελική εγώ πρέπει να δεχτώ πως το μόνο φαϊ που πρέπει να τρώγω είναι αυτή η κωλοφάβα; Θέλω να πω ρε παιδί μου...εγώ κατέληξα: ο μεγαλύτερος «λάκκος» ήταν και είναι πάντα η ίδια η Αγορά κι άστους να λένε...μάλιστα, όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο πολύ παίρνω ανάποδες: πώς να μην παίζουν παιχνίδια στις πλάτες μας με τις τιμές τα κράτη, οι πολυεθνικές, τ’ αφεντικά, οι κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές, όταν όλα έχουν μετατραπεί σε εμπορεύματα; Μα από τις ντομάτες ως την εργασία μας σου λέω, που κατάντησε κι αυτή εμπόρευμα και μάλιστα το μόνο που η τιμή του όλο πέφτει. Και ξέρεις κάτι; Τι σόι κοινωνικές σχέσεις είν’ αυτές που έχουμε, όταν ό,τι παράγουμε σε συνεργασία εγώ, εσύ, ο Μήτσος ο απέναντι κοκ, αντί να το μοιραζόμαστε και να το απολαμβάνουμε άμεσα κι από κοινού, αφού είναι κοινωνικό προϊόν από όλους για όλους, αυτό πρέπει να φύγει από μας που το φτιάξαμε, να (υπερ)τιμολογηθεί, να πάει σε ράφια και βιτρίνες και να πρέπει να ξαναξεσκιστούμε στη δουλειά για να το...αγοράσουμε κατόπιν; Και μάλιστα στις σημερινές τρέχα-γύρευε τιμές, που καθορίζονται από κάτι νόμους τους οποίους ναι μεν γνωρίζουν οι δήθεν «ειδικοί», αλλά έχουν πια ξεφύγει από τον έλεγχο όλων; Αμ «το κέρδος», σου λέει ο άλλος. Ποιό κέρδος μου λέτε τώρα μωρέ, που προχθές άκουγα ότι θάβουνε τόννους αδιάθετα ροδάκινα στις χωματερές, μη και αυξηθεί η προσφορά και πέσουν οι τιμές, την ώρα που άλλοι λυσσάνε της πείνας; που πληρώνουμε τα κέρατά μας στα νοίκια, κι άλλοι είναι άστεγοι, ενώ τόσα σπίτια είναι άδεια, που δεν μπορώ να πάω διακοπές ενώ τα δωμάτια των ξενοδοχείων θα μείνουν άδεια τα μισά; Παράνοια σου λέω...άσε που για κάποιο λόγο μου τη δίνει να με λένε συνέχεια «καταναλωτή», όχι γιατί δεν είμαι αναγκαστικά και τέτοιος, αλλά γιατί εμένα τη ζωή μου την ορίζει πρωτίστως το ξυπνητήρι κι οι διαταγές του αφεντικού και όχι η «αγοραστική μου δύναμη», που στο φινάλε είναι πολύ διαφορετική απ’ του αφεντικού μου που τρώει με 5-6 μασέλες παραπάνω. Δηλαδή τί ρε Ζωή, να μπούμε στο ίδιο τσουβάλι στο όνομα του «καταναλωτικού κινήματος»; Από πότε γίναν το ίδιο το SEAT IBIZA που ‘χει ο κέρβερος, και το πατίνι (που ‘χω γίνει εγώ ο ίδιος) επειδή και τα δυο τσουρλάνε στο δρόμο; Αμ δε!
Αλλά το πήρα απόφαση ρε Ζωή: δεν ξαναπεριμένω τίποτα από κανένα άχρηστο υπουργό, ούτε μεγαλοσυνδικαλιστή ούτε ΣΔΟΕ και πράσσειν άλογα. Θα πα’ να βρω το Μήτσο τον απέναντι, τον κυρ-Γιάννη τον οικοδόμο, τον Κωστάκη τον πάνκη, την Άννα την ιδ.υπάλληλο, την κυρα-Μαρία τη νοικοκυρά, θα τους ψήσω τώρα που ‘ναι καλός ο καιρός να βρεθούμε στην πλατεία ή στο πάρκο, να τα πούμε και να οργανωθούμε. Θα τους πω να κάνουμε λίστα και να μποϋκοτάρουμε τα ακριβά στο S. Market, μετά να κάνουμε παραστάσεις απ’ έξω, ύστερα να βρούμε κι άλλους στη γειτονιά και άλλες γειτονιές, να γίνουμε σύναξη και να απαιτήσουμε δικαίωμα ελέγχου και λόγου πάνω στις τιμές και την ποιότητα αυτών που, παραδόξως, εμείς οι ίδιοι παράγουμε. Να πιέσουμε και με τον καιρό να κατοχυρωθούμε σαν συνοικιακά όργανα που σε συντονισμό με τ’ άλλα, θα ‘χουν αναγνωρισμένο ρόλο σε τοπικό επίπεδο. Κυρίως όμως, να βάζουμε οι ίδιοι τα κηπευτικά μας, δουλεύοντας μαζί στο χωράφι του ενός όταν δεν έχει ο άλλος ή και φυτεύοντας τις χύμα αλάνες της πόλης, πριν γίνουνε όλες πάρκινγκ. Ν’ ανταλλάσσουμε μεταξύ μας χωρίς χρήμα ό,τι τυχόν μας περισσεύει,να κάνουνε μεταφορές τους άλλους όσοι έχουν αμάξι όταν τσούζουν τα εισιτήρια, μέχρι και ταμεία αλληλεγγύης γειτονιάς ή παρέας να κάνουμε, για την κακιά ώρα και όχι μόνο. Γενικώς ό,τι μας φωτίσει κι επινοήσουμε στο δρόμο, για ν’ απαλλαγούμε σιγά-σιγά από θεσμούς-βαρίδια, φίρμες, μεσάζοντες, όσο γίνεται από (ψηλές)τιμές.
Το ξέρω, θα μου πεις «η αφραγκία σε λώλανε ρε αθεόφοβε»(πάντα με υποτιμούσες) αλλά να δεις που άρχισα να ψυχανεμίζομαι ότι αν την ψάχνεις, θέλεις, και κινείσαι μαζί με άλλους, αυτά που σήμερα ακούγονται κουλά αποκτάς τη δύναμη να τα κάνεις αύριο πραγματικότητα και στοίχημα ό,τι θες.
Ουφ, τα ‘πα και ξεφούσκωσα ρε Ζωίτσα. Και με το συμπάθειο τώρα που έβγαλα και λίγα προσωπικά μας στη φόρα μοιράζοντας αυτό το γράμμα. Την άλλη φορά λέω, αντί για κείμενα, να μοιράσω στον κόσμο απορρυπαντικά, μακαρόνια, μπιρίτσες (αν είσαι ενημερωμένη τελευταία, μη ρωτάς πού θα τα βρω...) κι ένα κρασάκι Νεμέας τον κυρ-Μπάμπη το συνταξιούχο του ΟΓΑ, να γνωριστούμε κιόλας και να τα πούμε, που ‘ναι μόνος του και δεν του φτάνει κι η σύνταξη.
Ε και για την..ακρίβεια, να σου κάνω και σένα μετά από τόσο καιρό ένα τραπέζι, ακριβή μου Ζωή, μπας και σε ξαναπάρω, αν όχι στην αγκαλιά μου, τουλάχιστον στα χέρια μου.
Δικός σου,
Αλ.Φάδης